ὁλκαδικός: Difference between revisions

From LSJ

στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁλκαδικός]], -ή, -όν (Α) [[ολκάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ολκάδα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλοῑον ὁλκαδικόν» — η [[ολκάς]].
|mltxt=[[ὁλκαδικός]], -ή, -όν (Α) [[ολκάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ολκάδα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλοῖον ὁλκαδικόν» — η [[ολκάς]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁλκαδικός:''' (о судне) грузовой ([[πλοῖον]] Arst.).
|elrutext='''ὁλκαδικός:''' (о судне) грузовой ([[πλοῖον]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 17:25, 4 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλκᾰδικός Medium diacritics: ὁλκαδικός Low diacritics: ολκαδικός Capitals: ΟΛΚΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: holkadikós Transliteration B: holkadikos Transliteration C: olkadikos Beta Code: o(lkadiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A like a ship of burden, πλοῖον ὁ., = ὁλκάς, Arist.IA 710a19.

German (Pape)

[Seite 323] von der Art eines Lastschiffes, dazu gehörig, Arist. de incessu anim. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκᾰδικός: -ή, -όν, ὁ ὅμοιος πρὸς ὁλκάδα, πλοῖον ὁλ. = ὁλκάς, Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 6.

Greek Monolingual

ὁλκαδικός, -ή, -όν (Α) ολκάς
1. αυτός που μοιάζει με ολκάδα
2. φρ. «πλοῖον ὁλκαδικόν» — η ολκάς.

Russian (Dvoretsky)

ὁλκαδικός: (о судне) грузовой (πλοῖον Arst.).