ὁμόζηλος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόζηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, | |lstext='''ὁμόζηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, μετὰ τινος, Φίλων 1. 146. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόζηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο<br /><b>2.</b> (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζῆλος]] (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>ζηλος</i>)]. | |mltxt=[[ὁμόζηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο<br /><b>2.</b> (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζῆλος]] (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>ζηλος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
ον, A of like zeal, Ph.2.458, Nonn.D.37.261 ; τινι with one, Ph.1.146. II cultivating the same literary style, Anach. ap. S.E.M.7.56.
German (Pape)
[Seite 334] von gleichem Eifer, Studium; S. Emp. adv. log. 1, 56; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόζηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, μετὰ τινος, Φίλων 1. 146.
Greek Monolingual
ὁμόζηλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο
2. (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ζῆλος (πρβλ. μεγαλό-ζηλος)].