ὡραϊσμός: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὡρᾱϊσμός''': ὁ, [[καλλωπισμός]], [[κομψότης]], Πλουτ. Ἆγις 4., 2. 972D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας ἐκθηλύνσεως καὶ προσποιήσεως, Ἑβδ. (Ἱερ. Δ΄, 30)· μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1, Πλουτ. Φάβ. 1.
|lstext='''ὡρᾱϊσμός''': ὁ, [[καλλωπισμός]], [[κομψότης]], Πλουτ. Ἆγις 4., 2. 972D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας ἐκθηλύνσεως καὶ προσποιήσεως, Ἑβδ. (Ἱερ. Δ΄, 30)· μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1, Πλουτ. Φάβ. 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:20, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρᾱϊσμός Medium diacritics: ὡραϊσμός Low diacritics: ωραϊσμός Capitals: ΩΡΑΪΣΜΟΣ
Transliteration A: hōraïsmós Transliteration B: hōraismos Transliteration C: oraismos Beta Code: w(rai+smo/s

English (LSJ)

ὁ, A adornment, τοῦ σώματος, Plu.Agis 4; refinement, Id.2.972d; with notion of effeminacy and affectation, LXXJe.4.30: metaph. of style, elegance, D.H.Comp.1, Plu.Fab.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρᾱϊσμός: ὁ, καλλωπισμός, κομψότης, Πλουτ. Ἆγις 4., 2. 972D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας ἐκθηλύνσεως καὶ προσποιήσεως, Ἑβδ. (Ἱερ. Δ΄, 30)· μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1, Πλουτ. Φάβ. 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
beauté, grâce.
Étymologie: ὡραῖος.

Russian (Dvoretsky)

ὡρᾱϊσμός: ὁ украшение, прикраса Plat.