ὠμοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μεταφορέας]], [[αχθοφόρος]] («τῶν τοῡ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Ὠμοφόρος</i><br />(στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μεταφορέας]], [[αχθοφόρος]] («τῶν τοῦ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Ὠμοφόρος</i><br />(στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοφόρος Medium diacritics: ὠμοφόρος Low diacritics: ωμοφόρος Capitals: ΩΜΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ōmophóros Transliteration B: ōmophoros Transliteration C: omoforos Beta Code: w)mofo/ros

English (LSJ)

ὁ, (ὦμος) A porter, AJA42.56 (Tarsus, iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοφόρος: ὁ, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν ὤμων, Ἐπιφάν. 639D, 643Β, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. μεταφορέας, αχθοφόρος («τῶν τοῦ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.)
2. ως κύριο όν. ὁ Ὠμοφόρος
(στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -φόρος].