φοιβηλάλος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foivilalos
|Transliteration C=foivilalos
|Beta Code=foibhla/los
|Beta Code=foibhla/los
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[uttering the oracles of Phoebus]], [[τρίπους]], [[μάντις]], Ps. Callisth.1.45; <b class="b3">Φοιβηλάλος, ἡ,</b> = [[Πυθία]] 1, ibid.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[uttering the oracles of Phoebus]], [[τρίπους]], [[μάντις]], Ps. Callisth.1.45; <b class="b3">Φοιβηλάλος, ἡ,</b> = [[Πυθία]] 1, ibid.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς του Φοίβου<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Φοιβηλάλος</i><br />η [[Πυθία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θρηνο</i>-[[λάλος]]). Το -<i>η</i>- του τ. [[προς]] αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς του Φοίβου<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Φοιβηλάλος</i><br />η [[Πυθία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θρηνο</i>-[[λάλος]]). Το -<i>η</i>- του τ. [[προς]] αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
}}
}}

Revision as of 19:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβηλάλος Medium diacritics: φοιβηλάλος Low diacritics: φοιβηλάλος Capitals: ΦΟΙΒΗΛΑΛΟΣ
Transliteration A: phoibēlálos Transliteration B: phoibēlalos Transliteration C: foivilalos Beta Code: foibhla/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, uttering the oracles of Phoebus, τρίπους, μάντις, Ps. Callisth.1.45; Φοιβηλάλος, ἡ, = Πυθία 1, ibid.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς του Φοίβου
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Φοιβηλάλος
η Πυθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος). Το -η- του τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].