καλλίχειρ: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλίχειρ]], -χειρος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ωραία χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χειρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλουσιό</i>-[[χειρ]], <i>ροδό</i>-[[χειρ]]].
|mltxt=[[καλλίχειρ]], -χειρος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ωραία χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χειρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i>), [[πρβλ]]. <i>πλουσιό</i>-[[χειρ]], <i>ροδό</i>-[[χειρ]]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίχειρ Medium diacritics: καλλίχειρ Low diacritics: καλλίχειρ Capitals: ΚΑΛΛΙΧΕΙΡ
Transliteration A: kallícheir Transliteration B: kallicheir Transliteration C: kallicheir Beta Code: kalli/xeir

English (LSJ)

[ῐ], Χειρος, , , A with beautiful hands, ὠλέναι Chaerem. 14.7.

German (Pape)

[Seite 1311] χειρος, schönhändig, ὠλένη Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, μὲ καλὰς χεῖρας, ἄλλη δ’ ἐγύμνου καλλίχειρας ὠλένας Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608C.

Greek Monolingual

καλλίχειρ, -χειρος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. πλουσιό-χειρ, ροδό-χειρ].