Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλφιτεία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alfiteia
|Transliteration C=alfiteia
|Beta Code=a)lfitei/a
|Beta Code=a)lfitei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[preparing of]] [[ἄλφιτα]], <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>225</span> ([[ἀλφίτια]] codd. Poll.), <span class="bibl">Poll.7.18</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[preparing of]] [[ἄλφιτα]], <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>225</span> ([[ἀλφίτια]] codd. Poll.), <span class="bibl">Poll.7.18</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:50, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφῐτεία Medium diacritics: ἀλφιτεία Low diacritics: αλφιτεία Capitals: ΑΛΦΙΤΕΙΑ
Transliteration A: alphiteía Transliteration B: alphiteia Transliteration C: alfiteia Beta Code: a)lfitei/a

English (LSJ)

ἡ, preparing of ἄλφιτα, Hyp.Fr.225 (ἀλφίτια codd. Poll.), Poll.7.18.

German (Pape)

[Seite 112] ἡ, Gerstengraupenbereitung, Poll. 7, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτεία: ἡ, ἀλφιτοποιΐα, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. 6. 37, πρβλ. 7. 18: - ἀλφῐτεῖον, τό, μύλος πρὸς ἄλεσιν ἀλφίτων, Πολυδ. 3. 78., 7. 19, Α. Β. 261: - ἀλφῐτεύς, έως, ὁ, μυλωθρὸς ἀλέθων κριθάς, Πολυδ. 7. 18. - ἀλφῐτεύω = ἀλέθω κριθάς· ἴδε ἐν λ. ἀλφηστεύω.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
préparation de la farine.
Étymologie: ἀλφιτεύς.

Spanish (DGE)

(ἀλφῐτεία) -ας, ἡ
fabricación de harina de cebada Hyp.Fr.225, Poll.7.18. • DMic.: a-pi-te-ja (?).

Greek Monolingual

ἀλφίτεια, η (ἀλφιτεύς)
στη Μυκηναϊκή η λέξη απαντά σε πινακίδα από την Πύλο και δηλώνει γυναικείο επάγγελμα
σημαίνει πιθανότατα ό,τι και το ἀλφιτεὺς (μυλωνάς), του οποίου είναι το αντίστοιχο θηλυκό (δοτική ενικού a-pi-te-ja).

Greek Monolingual

ἀλφιτεία, η (Α) ἀλφιτεύω
η αλφιτοποιία.