ὑπενδύτης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypendytis | |Transliteration C=ypendytis | ||
|Beta Code=u(pendu/ths | |Beta Code=u(pendu/ths | ||
|Definition= | |Definition=ὑπενδύτου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]] ([[undergarment]]), Str. 15.3.19. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπενδύτου, ὁ, = ὑπένδυμα (undergarment), Str. 15.3.19.
German (Pape)
[Seite 1187] ὁ, = Vorigem, Strabo XV.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπενδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = ὑπένδυμα, Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
Greek Monolingual
ο / ὑπενδύτης, ΝΑ ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο
νεοελλ.
1. γιλέκο
2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.