διάπνοια: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[paso o salida del aire]], medic. [[respiración]] σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ συστολὴ κατὰ διάπνοιαν καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Ath.Med. en Gal.8.757, ὁ [[ἄνεμος]] ... [[ἀκίνητος]] μένει ὡς ἐπὶ τῶν οἴκων τῶν μὴ ἐχόντων διάπνοιαν el aire ... permanece quieto, como en las casas que no tienen ventilación</i> Simp.<i>in Cael</i>.524.10, cf. Poll.2.219, Pall.<i>in Hp.Fract</i>.50.17, 74.11, [[δεῖ]] ... οἶνον ... ἐμβάλλεσθαι ... ἕως ὑποκάτω μικρὸν τοῦ τραχήλου, ὥστε ... διάπνοιαν ἔχειν <i>Gp</i>.7.6.10. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[paso o salida del aire]], medic. [[respiración]] σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ συστολὴ κατὰ διάπνοιαν καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Ath.Med. en Gal.8.757, ὁ [[ἄνεμος]] ... [[ἀκίνητος]] μένει ὡς ἐπὶ τῶν οἴκων τῶν μὴ ἐχόντων διάπνοιαν el aire ... permanece quieto, como en las casas que no tienen ventilación</i> Simp.<i>in Cael</i>.524.10, cf. Poll.2.219, Pall.<i>in Hp.Fract</i>.50.17, 74.11, [[δεῖ]] ... οἶνον ... ἐμβάλλεσθαι ... ἕως ὑποκάτω μικρὸν τοῦ τραχήλου, ὥστε ... διάπνοιαν ἔχειν <i>Gp</i>.7.6.10. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, = [[διαπνοή]], Poll. 2.219; <i>Geop</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, = διαπνοή (outlet, vent for the wind) 1, Poll.2.219, Gp. 7.6.10, Simp.in Cael.524.10. II opening, gap, Pall.inHp.Fract. 12.283C.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
paso o salida del aire, medic. respiración σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ συστολὴ κατὰ διάπνοιαν καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Ath.Med. en Gal.8.757, ὁ ἄνεμος ... ἀκίνητος μένει ὡς ἐπὶ τῶν οἴκων τῶν μὴ ἐχόντων διάπνοιαν el aire ... permanece quieto, como en las casas que no tienen ventilación Simp.in Cael.524.10, cf. Poll.2.219, Pall.in Hp.Fract.50.17, 74.11, δεῖ ... οἶνον ... ἐμβάλλεσθαι ... ἕως ὑποκάτω μικρὸν τοῦ τραχήλου, ὥστε ... διάπνοιαν ἔχειν Gp.7.6.10.
German (Pape)
ἡ, = διαπνοή, Poll. 2.219; Geop.