διάπνοια

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπνοια Medium diacritics: διάπνοια Low diacritics: διάπνοια Capitals: ΔΙΑΠΝΟΙΑ
Transliteration A: diápnoia Transliteration B: diapnoia Transliteration C: diapnoia Beta Code: dia/pnoia

English (LSJ)

ἡ, = διαπνοή (outlet, vent for the wind) 1, Poll.2.219, Gp. 7.6.10, Simp.in Cael.524.10.
II opening, gap, Pall.inHp.Fract. 12.283C.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
paso o salida del aire, medic. respiración σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ συστολὴ κατὰ διάπνοιαν καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Ath.Med. en Gal.8.757, ὁ ἄνεμος ... ἀκίνητος μένει ὡς ἐπὶ τῶν οἴκων τῶν μὴ ἐχόντων διάπνοιαν el aire ... permanece quieto, como en las casas que no tienen ventilación Simp.in Cael.524.10, cf. Poll.2.219, Pall.in Hp.Fract.50.17, 74.11, δεῖ ... οἶνον ... ἐμβάλλεσθαι ... ἕως ὑποκάτω μικρὸν τοῦ τραχήλου, ὥστε ... διάπνοιαν ἔχειν Gp.7.6.10.

German (Pape)

ἡ, = διαπνοή, Poll. 2.219; Geop.