ἐπίνικος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt

Menander, Monostichoi, 412
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίνικος]], -ον (AM) [[νίκη]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπίνικος]]<br />ύμνος για τη [[νίκη]] («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επινίκιος]].
|mltxt=[[ἐπίνικος]], -ον (AM) [[νίκη]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπίνικος]]<br />ύμνος για τη [[νίκη]] («οἱ ἐπίνικοι τοῦ Πινδάρου»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επινίκιος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίνῑκος:''' Pind. = [[ἐπινίκιος]].
|elrutext='''ἐπίνῑκος:''' Pind. = [[ἐπινίκιος]].
}}
}}

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίνικος Medium diacritics: ἐπίνικος Low diacritics: επίνικος Capitals: ΕΠΙΝΙΚΟΣ
Transliteration A: epínikos Transliteration B: epinikos Transliteration C: epinikos Beta Code: e)pi/nikos

English (LSJ)

ον, = ἐπινίκιος (epinician, epinicion, epinikion, of victory, to celebrate victory, of a triumph, triumphal), ἄωτος Pi. O. 8.75, cf. Stratt. 40 (dub.l.) ; Subst. ἐπίνικος (sc. ὕμνος), ὁ, Aristid. Or. 28 (49).34, 61 (pl.).

German (Pape)

[Seite 965] dasselbe, Pind. Ol. 8, 75, χειρῶν ἄωτον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίνῑκος: -ον, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 8, 99, Στράττις ἐν «Πυτίσῳ» 1· ἐπίνικος (ἐξυπ. ὕμνος), ὁ, Ἀριστείδ. 2. σ. 373, πρβλ. Böckh Σχόλ. εἰς Πίνδ. σ. 460.

English (Slater)

ἐπῐνῑκος, ἐπῐνῑκῐος, -ον
   1 of victory ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.75) ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς (N. 4.78)

Greek Monolingual

ἐπίνικος, -ον (AM) νίκη
το αρσ. ως ουσ.ἐπίνικος
ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῦ Πινδάρου»)
αρχ.
ο επινίκιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίνῑκος: Pind. = ἐπινίκιος.