στροιβός: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «δῖνος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[στρεβλός]] (<b>βλ. λ.</b> [[στρέφω]]) με δυσερμήνευτο -<i>οι</i>-, το οποίο θα μπορούσε ίσως να έχει προέλθει από συμφυρμό με κάποια [[άλλη]] [[ρίζα]], πιθ. σχετική με τα ανθρωπωνύμια <i>Στροῖβος</i>, <i>Στρείβουν</i>, [[χωρίς]], όμως, να θεωρείται πιθανή η ύπαρξη ενός ρ. <i>στρείβω</i> με σημ. «[[γυρίζω]] [[γύρω]] [[γύρω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:49, 6 February 2024
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 955] = στρόβος, στρόμβος, Hesych.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «δῖνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. στρεβλός (βλ. λ. στρέφω) με δυσερμήνευτο -οι-, το οποίο θα μπορούσε ίσως να έχει προέλθει από συμφυρμό με κάποια άλλη ρίζα, πιθ. σχετική με τα ανθρωπωνύμια Στροῖβος, Στρείβουν, χωρίς, όμως, να θεωρείται πιθανή η ύπαρξη ενός ρ. στρείβω με σημ. «γυρίζω γύρω γύρω»].