στύμος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=stu/mos | |Beta Code=stu/mos | ||
|Definition=[[στέλεχος]], [[κορμός]], Hsch. | |Definition=[[στέλεχος]], [[κορμός]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[στύπος]] και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -<i>μος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>κορ</i>-<i>μός</i> ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια [[παλιά]] [[εναλλαγή]] <i>π</i>/<i>μ</i>. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η [[περίπτωση]] να πρόκειται για εσφ. γρφ.]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[στύπος]] και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -<i>μος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>κορ</i>-<i>μός</i> ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια [[παλιά]] [[εναλλαγή]] <i>π</i>/<i>μ</i>. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η [[περίπτωση]] να πρόκειται για εσφ. γρφ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:23, 27 September 2022
English (LSJ)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «στέλεχος, κορμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. στύπος και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -μος αναλογικά προς το κορ-μός ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια παλιά εναλλαγή π/μ. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η περίπτωση να πρόκειται για εσφ. γρφ.].