μᾶκος: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μᾱκος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[length]], [[distance]] [[μᾶκος]] δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις [[ὑπὲρ]] ἁπάντων (O. 10.72) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν [[κράτει]] (P. 4.245)
|sltr=<b>μᾱκος</b> [[length]], [[distance]] [[μᾶκος]] δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις [[ὑπὲρ]] ἁπάντων (O. 10.72) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν [[κράτει]] (P. 4.245)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:30, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾶκος Medium diacritics: μᾶκος Low diacritics: μάκος Capitals: ΜΑΚΟΣ
Transliteration A: mâkos Transliteration B: makos Transliteration C: makos Beta Code: ma=kos

English (LSJ)

τό, Doric for μῆκος.

German (Pape)

[Seite 84] τό, dor, = μῆκος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶκος: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆκος, αἰτ. μᾶκος, ὡς ἐπίρρ., μακράν, Πινδ. Ο. 10 (11). 89.

French (Bailly abrégé)

v. μῆκος.

English (Slater)

μᾱκος length, distance μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)

Greek Monolingual

μᾱκος, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μήκος.

Greek Monotonic

μᾶκος: τό, Δωρ. αντί μῆκος, αιτ. μᾶκος· ως επίρρ. ισοδύν. με μακράν, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μᾶκος: τό дор. = μῆκος.