ἀμάνδαλος: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμάνδᾰλος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[oscurecido]], [[aniquilado]] Alc.404.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. por disim. de *ἀμαλδαλος, de la raíz de [[ἀμαλδύνω]] q.u.
|dgtxt=(ἀμάνδᾰλος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[oscurecido]], [[aniquilado]] Alc.404.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. por disim. de *ἀμαλδαλος, de la raíz de [[ἀμαλδύνω]] q.u.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμάνδαλος]], -ον (Α)<br />[[αφανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[ἀμαλδύνω]] «[[μαλακώνω]], [[αμβλύνω]]», και προήλθε από <i>ἀμάλδαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμαλδύνω]]) με [[ανομοίωση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμανδαλῶ</i>].
|mltxt=[[ἀμάνδαλος]], -ον (Α)<br />[[αφανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[ἀμαλδύνω]] «[[μαλακώνω]], [[αμβλύνω]]», και προήλθε από <i>ἀμάλδαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμαλδύνω]]) με [[ανομοίωση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμανδαλῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 10:15, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάνδαλος Medium diacritics: ἀμάνδαλος Low diacritics: αμάνδαλος Capitals: ΑΜΑΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: amándalos Transliteration B: amandalos Transliteration C: amandalos Beta Code: a)ma/ndalos

English (LSJ)

v. ἀφανής, as if ἀμάλδανος fr. ἀμαλδύνω, Alc. 123.

German (Pape)

[Seite 115] = ἀφανής, Alcaeus bei E. M. u. dav. ἀμανδαλόω, = ἀφανίζω, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάνδᾰλος: ἀφανής, ὡς εἰ ἦτο ἀμάλδανος ἐκ τοῦ ἀμαλδύνω, Ἀλκαῖος 122, Ἐτυμ. Μ. 76. 51.

Spanish (DGE)

(ἀμάνδᾰλος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
oscurecido, aniquilado Alc.404.
• Etimología: Prob. por disim. de *ἀμαλδαλος, de la raíz de ἀμαλδύνω q.u.

Greek Monolingual

ἀμάνδαλος, -ον (Α)
αφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀμαλδύνω «μαλακώνω, αμβλύνω», και προήλθε από ἀμάλδαλος (< ἀμαλδύνω) με ανομοίωση.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμανδαλῶ].