σιτόχρους: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. [[σιτόχροος]], -οον, Α<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ώριμου σίτου, [[σιταρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> / -<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), | |mltxt=-ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. [[σιτόχροος]], -οον, Α<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ώριμου σίτου, [[σιταρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> / -<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. [[πυρόχρους]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 10 May 2023
English (LSJ)
-ουν,contr. for σιτόχροος.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. σιτόχροος, -οον, Α
αυτός που έχει το χρώμα του ώριμου σίτου, σιταρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -χρους / -χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρόχρους].