μακρόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], που μπορεί να ακουστεί από [[μακριά]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>, <i>φερέ</i>-<i>φωνος</i>).
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], που μπορεί να ακουστεί από [[μακριά]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] ([[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>, <i>φερέ</i>-<i>φωνος</i>).
}}
}}

Revision as of 14:49, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόφωνος Medium diacritics: μακρόφωνος Low diacritics: μακρόφωνος Capitals: ΜΑΚΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: makróphōnos Transliteration B: makrophōnos Transliteration C: makrofonos Beta Code: makro/fwnos

English (LSJ)

ον, A shouting aloud, Hsch. s.v. τανύγλωσσοι.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόφωνος: -ον, μεγαλόφωνος, Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει δυνατή φωνή, που μπορεί να ακουστεί από μακριά, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φωνή (πρβλ. ετερό-φωνος, φερέ-φωνος).