ᾠοσκοπία: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ᾠοσκοπία]], ΝΑ, και [[ωοσκόπηση]], Ν<br />[[αβγομαντεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(τροφ. τεχνολ.) η [[εξέταση]] του περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη [[βοήθεια]] ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπία</i> / -<i>σκόπηση</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), | |mltxt=η / [[ᾠοσκοπία]], ΝΑ, και [[ωοσκόπηση]], Ν<br />[[αβγομαντεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(τροφ. τεχνολ.) η [[εξέταση]] του περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη [[βοήθεια]] ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπία</i> / -<i>σκόπηση</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. <i>οἰωνο</i>-<i>σκοπία</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A inspection of eggs, divination from them, Suid. s.v. Ἑρμαγόρας:— ᾠο-σκοπικά, τά, a treatise thereon, attributed to Orph., Id. s.v. Ὀρφεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ᾠοσκοπία: ἡ, ἡ διὰ τῶν ᾠῶν μαντεία, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἑρμαγόρας Ἀμφιπολίτης· -ὠοσκοπικά, τά, πραγματεία τις περὶ τῆς τέχνης ταύτης ἀποδιδομένη εἰς τὸν Ὀρφέα, Σουΐδ. ἐν λ. Ὀρφεὺς (f): πρβλ. ᾠοθυτικά.
Greek Monolingual
η / ᾠοσκοπία, ΝΑ, και ωοσκόπηση, Ν
αβγομαντεία
νεοελλ.
(τροφ. τεχνολ.) η εξέταση του περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη βοήθεια ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -σκοπία / -σκόπηση (< -σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκοπία].