μητριαρχία: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) υποθετικό κοινωνικό [[σύστημα]] στο οποίο η οικογενειακή και [[πολιτική]] [[εξουσία]] ασκούνταν μόνον από γυναίκες, που αποτελούσαν την κυρίαρχη [[δύναμη]] της κοινωνίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), | |mltxt=η<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) υποθετικό κοινωνικό [[σύστημα]] στο οποίο η οικογενειακή και [[πολιτική]] [[εξουσία]] ασκούνταν μόνον από γυναίκες, που αποτελούσαν την κυρίαρχη [[δύναμη]] της κοινωνίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. <i>πατρι</i>-<i>αρχία</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | }} | ||
==Wikipedia EL== | ==Wikipedia EL== |
Revision as of 15:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
(κοινων.-ανθρωπολ.) υποθετικό κοινωνικό σύστημα στο οποίο η οικογενειακή και πολιτική εξουσία ασκούνταν μόνον από γυναίκες, που αποτελούσαν την κυρίαρχη δύναμη της κοινωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -αρχία (< -άρχης < ἄρχω), πρβλ. πατρι-αρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Wikipedia EL
Η μητριαρχία είναι η πρώτη μορφή κοινωνικής οργάνωσης των ανθρώπων της προϊστορικής περιόδου (ως και το 2500 π.Χ περίπου) με κυρίαρχα χαρακτηριστικά τη γυναικοκρατία και τη λατρεία της Μητέρας Θεάς. Η μητριαρχία είναι κοινωνιολογικός, πολιτικός και θρησκευτικός όρος: πρόκειται για μορφή διακυβέρνησης ενός κράτους και κατ' επέκτασιν "ένα σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, στο οποίο υπολογίζεται μόνο η μητρική συγγένεια, ενώ η γυναίκα-μητέρα κατέχει την κυρίαρχη θέση στην κοινωνία και στην οικογένεια. Η γυναίκα αποτελεί αρχηγό του γένους, οπότε και κληρονομικά δικαιώματα μεταβιβάζονται στα θηλυκά μέλη της κάθε οικογένειας. Στη θρησκευτική του διάσταση, συνδέεται συχνά με λατρεία γυναικείων θεοτήτων της μητρότητας και γονιμότητας (βλ. Μεγάλη Μητέρα).
Ο Τζέιμς Φρέιζερ και εκείνοι που επηρέασε, όπως ο Ρόμπερτ Γκρέιβς και η Μαρίγια Γκιμπούτας, ανέπτυξαν τη θεωρία ότι όλες οι θεότητες της Ευρώπης και της αιγαιακής λεκάνης προήλθαν από μία προ-ινδοευρωπαϊκή ή πρωτο-ινδοευρωπαϊκή θεότητα της νεολιθικής μητριαρχίας. Υπήρξε βασικός θεσμός στις πρωτόγονες κοινωνίες και συνεχίζει να διατηρείται μέχρι σήμερα σε ορισμένους λαούς, για παράδειγμα στους Τουαρέγκ, τους Ιροκουά, στα νησιά Τρόμπριαντ[4], στους Μινανγκαμπάου της Ινδονησίας ή στις Κομόρες.
Wikipedia EN
Matriarchy is a social system in which females (most notably in mammals) hold the primary power positions in roles of political leadership, moral authority, social privilege and control of property. While those definitions apply in general English, definitions specific to the disciplines of anthropology and feminism differ in some respects. Most anthropologists hold that there are no known anthropological societies that are unambiguously matriarchal, but some authors believe exceptions may exist currently or may have existed in the past.
Translations
af: matriargie; ar: نظام أمومي; arz: متريركيه; ast: matriarcáu; az: matriarxat; be_x_old: матрыярхат; be: матрыярхат; bg: матриархат; bs: matrijarhat; ca: matriarcat; cs: matriarchát; da: matriarkat; de: Matriarchat; el: μητριαρχία; en: matriarchy; eo: matriarkeco; es: matriarcado; et: matriarhaat; eu: matriarkatu; fa: زنسالاری; fi: matriarkaatti; fr: matriarcat; gl: matriarcado; he: מטריארכיה; hi: मातृतंत्र; hr: matrijarhat; hy: մայրիշխանություն; id: matriarki; it: matriarcato; ja: 家母長制; kk: матриархат; ko: 모권제; ky: матриархат; lt: matriarchatas; lv: matriarhāts; mk: матријархат; ml: മാതൃദായക്രമം; mr: मातृसत्ताक कुटुंबपद्धती; nl: matriarchaat; no: matriarkat; oc: matriarcat; pl: matriarchat; pt: matriarcado; ro: matriarhat; ru: матриархат; scn: matriarcatu; sd: مدرشاھي; sh: matrijarhat; simple: matriarchy; sk: matriarchát; sl: matriarhat; sr: матријархат; sv: matriarkat; tg: модаршоҳӣ; tr: anaerkillik; uk: матріархат; uz: matriarxat; vi: chế độ mẫu quyền; wuu: 母权; xmf: მატრიარქატი; zh: 母權