ενηχώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνηχῶ, -έω; (AM) [[ένηχος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐνηχοῡμαί τι</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ακροάζομαι]], [[ακούω]] («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ηχώ [[μέσα]]<br /><b>2.</b> ηχώ στο [[αφτί]] κάποιου, [[αντηχώ]] («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῡσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ἐνηχῶ, -έω; (AM) [[ένηχος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐνηχοῡμαί τι</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ακροάζομαι]], [[ακούω]] («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ηχώ [[μέσα]]<br /><b>2.</b> ηχώ στο [[αφτί]] κάποιου, [[αντηχώ]] («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῦσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 13:05, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἐνηχῶ, -έω; (AM) ένηχος
μσν.
παθ. ἐνηχοῡμαί τι
(για πρόσ.) ακροάζομαι, ακούω («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)
αρχ.
1. ηχώ μέσα
2. ηχώ στο αφτί κάποιου, αντηχώ («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῦσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», Πλούτ.).