Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπονώ: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῦσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῦσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}

Revision as of 13:05, 28 March 2021

Greek Monolingual

συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῦσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῦσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.