ῥώχω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ασθμαίνω]], [[λαχανιάζω]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ῥώχειν βρύχειν τοῖς ὀδοῡσι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] άγνωστης ετυμολ., που συνδέεται πιθ. με τα [[ῥέγκω]] ή [[ῥάζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[ρέγχω]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ασθμαίνω]], [[λαχανιάζω]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ῥώχειν βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] άγνωστης ετυμολ., που συνδέεται πιθ. με τα [[ῥέγκω]] ή [[ῥάζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[ρέγχω]])].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:05, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥώχω Medium diacritics: ῥώχω Low diacritics: ρώχω Capitals: ΡΩΧΩ
Transliteration A: rhṓchō Transliteration B: rhōchō Transliteration C: rocho Beta Code: r(w/xw

English (LSJ)

A wheeze, Sor.1.123; but ῥώχειν,= βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι, Hsch.

Greek Monolingual

Α
1. ασθμαίνω, λαχανιάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥώχειν βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός άγνωστης ετυμολ., που συνδέεται πιθ. με τα ῥέγκω ή ῥάζω (βλ. λ. ρέγχω)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to hiss, to rattle (Sor.), ῥώχειν βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι H.; ῥωχμός m. (vv.ll. ῥωγ-, ῥοχ-, ῥογ-) hissing (medic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Sound words; cf. ῥάζω.

Frisk Etymology German

ῥώχω: {rhṓkhō}
Grammar: v.
Meaning: zischen, röcheln (Sor.), ῥώχειν· βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι H.; ῥωχμός m. (vv.ll. ῥωγ-, ῥοχ-, ῥογ-) das Zischen (Mediz.).
Etymology : Schallwörter; vgl. ῥάζω.
Page 2,669