χειραγωγία: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χειραγωγός]]<br />[[χειραγώγηση]], [[καθοδήγηση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σωφρονισμός]] («θεῶν [[πρόνοια]]... τῷ ξύλῳ | |mltxt=η, ΝΜΑ [[χειραγωγός]]<br />[[χειραγώγηση]], [[καθοδήγηση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σωφρονισμός]] («θεῶν [[πρόνοια]]... τῷ ξύλῳ διδοῦσα χειραγωγίαν», Πρόδρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αρωγή]], [[συνδρομή]], [[βοήθεια]] (α. «ὁ θεὸς καὶ τὴν ἐκ τοῦ νόμου σοι χειραγωγίαν προσέθηκε», Βασ.<br />β. «ἀνδρός, οὐ παιδός, πρὸς χειραγωγίαν [[δεόμενος]]», Λογγ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:35, 13 June 2022
English (LSJ)
ἡ, = χειραγώγημα (leading by the hand), BGU 1768.11 (i BC), Longus 4.12, Sch. E. Or. 883, Suid. ; metaph, πρὸς τὴν χ. τῆς κράσεως in order to induce mixture, Max.Tyr. 15.4.
German (Pape)
[Seite 1344] ἡ, das Führen an der Hand, das Leiten, Suid. erkl. βοήθεια.
Greek (Liddell-Scott)
χειρᾰγωγία: ἡ, τὸ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγεῖν, ἀνδρὸς οὐ παιδὸς πρὸς χειραγωγίαν δεόμενος Λόγγος 4. 12, Σουΐδ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χειραγωγός
χειραγώγηση, καθοδήγηση
μσν.
σωφρονισμός («θεῶν πρόνοια... τῷ ξύλῳ διδοῦσα χειραγωγίαν», Πρόδρ.)
μσν.-αρχ.
αρωγή, συνδρομή, βοήθεια (α. «ὁ θεὸς καὶ τὴν ἐκ τοῦ νόμου σοι χειραγωγίαν προσέθηκε», Βασ.
β. «ἀνδρός, οὐ παιδός, πρὸς χειραγωγίαν δεόμενος», Λογγ.).