μνησικακώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ μνησικακῶ, -έω) [[μνησίκακος]]<br />[[εμφορούμαι]] από [[μνησικακία]], [[κρατώ]] [[κακία]] σε κάποιον για [[κακό]] που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηδὲν μνησικακεῑν» και «μὴ μνησικακεῑν»<br />(σε [[πολιτικά]] [[κυρίως]] θέματα) δεν [[μνησικακώ]], [[κηρύσσω]] [[αμνηστία]]<br />β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — [[περιγελώ]] κάποιον για τα γεράματά του.
|mltxt=(ΑΜ μνησικακῶ, -έω) [[μνησίκακος]]<br />[[εμφορούμαι]] από [[μνησικακία]], [[κρατώ]] [[κακία]] σε κάποιον για [[κακό]] που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηδὲν μνησικακεῖν» και «μὴ μνησικακεῖν»<br />(σε [[πολιτικά]] [[κυρίως]] θέματα) δεν [[μνησικακώ]], [[κηρύσσω]] [[αμνηστία]]<br />β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — [[περιγελώ]] κάποιον για τα γεράματά του.
}}
}}

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ μνησικακῶ, -έω) μνησίκακος
εμφορούμαι από μνησικακία, κρατώ κακία σε κάποιον για κακό που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», Δημοσθ.)
αρχ.
φρ. α) «μηδὲν μνησικακεῖν» και «μὴ μνησικακεῖν»
(σε πολιτικά κυρίως θέματα) δεν μνησικακώ, κηρύσσω αμνηστία
β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — περιγελώ κάποιον για τα γεράματά του.