λεπτοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπτοσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾶλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραχυ</i>-<i>σκελής</i>, <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>].
|mltxt=[[λεπτοσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾶλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. <i>βραχυ</i>-<i>σκελής</i>, <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεπτοσκελής:''' с тонкими ножками, тонконогий (σκολόπενδραι Arst.).
|elrutext='''λεπτοσκελής:''' с тонкими ножками, тонконогий (σκολόπενδραι Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοσκελής Medium diacritics: λεπτοσκελής Low diacritics: λεπτοσκελής Capitals: ΛΕΠΤΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: leptoskelḗs Transliteration B: leptoskelēs Transliteration C: leptoskelis Beta Code: leptoskelh/s

English (LSJ)

ές, A thin-shanked, Arist.PA684a10: Comp.-έστερος Id.HA505b16.

German (Pape)

[Seite 31] ές, dünnschenklig, mit dünnen Beinen, Arist. part. anim. 4, 8, compar., H. A. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσκελής: -ές, ἔχων λεπτὰ τὰ σκέλη, ἰσχνά, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 4· - σκελέστερος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 3.

Greek Monolingual

λεπτοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾶλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, ισο-σκελής].

Russian (Dvoretsky)

λεπτοσκελής: с тонкими ножками, тонконогий (σκολόπενδραι Arst.).