κεραμεούς: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "οῦν(" to "οῦν (")
m (Text replacement - "οῡς, -ᾱ" to "οῦς, -ᾶ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κεραμεοῡς, -, -οῦν (Α) [[κέραμος]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, [[κεράμειος]], [[πήλινος]].
|mltxt=κεραμεοῦς, -, -οῦν (Α) [[κέραμος]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, [[κεράμειος]], [[πήλινος]].
}}
}}

Latest revision as of 17:56, 27 March 2021

Greek Monolingual

κεραμεοῦς, -ᾶ, -οῦν (Α) κέραμος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.