φοινικιοῦς: Difference between revisions

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
m (Text replacement - " , " to ", ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=–οῡσσα, -οῦν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πορφυρό, [[χρώμα]], [[φοινίκεος]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινικιοῦν
|mltxt=–οῦσσα, -οῦν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πορφυρό, [[χρώμα]], [[φοινίκεος]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινικιοῦν
</i><br />(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε [[έτσι]] από το πορφυρό [[χρώμα]] τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε [[μέχρι]] το 150 [[περίπου]] μ.Χ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «<i>το</i> πορφυρό [[χρώμα]]». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. [[φοινίκιος]] και [[φοινικοῦς]].
</i><br />(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε [[έτσι]] από το πορφυρό [[χρώμα]] τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε [[μέχρι]] το 150 [[περίπου]] μ.Χ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «<i>το</i> πορφυρό [[χρώμα]]». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. [[φοινίκιος]] και [[φοινικοῦς]].
}}
}}

Revision as of 20:30, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 1295] ᾶ, οῦν, 1) = φοινίκεος, Ar. Av. 272. – 2) τὸ φοινικιοῦν, ein Gerichtshof in Athen, nach seiner Farbe benannt, Paus. 1, 28, 8. Vgl. βατραχιοῦν.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκιοῦς: οῦσα, οῦν, = φοινίκεος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 272, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 2, 3. 12., 5. 19, κ. ἀλλ. ΙΙ. φοινικιοῦν, τό, δικαστήριόν τι ἐν Ἀθήναις κληθὲν ἐκ τοῦ χρώματος τῶν τοίχων αὐτοῦ, Παυσ. 1. 28, 8· πρβλ. βατραχιοῦν.

Greek Monolingual

–οῦσσα, -οῦν, Α
1. αυτός που έχει πορφυρό, χρώμα, φοινίκεος (Ι)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικιοῦν
(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε έτσι από το πορφυρό χρώμα τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε μέχρι το 150 περίπου μ.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. φοινίκιος και φοινικοῦς.

Greek Monotonic

φοινῑκιοῦς: -οῦσσα, -οῦν, = φοινίκεος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκιοῦς: οῦσσα, οῦν φοῖνιξ I] ярко-красный, пурпурный (ὄρνις Arph.; τὸ φῶς Arst.).

English (Woodhouse)

crimson

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)