ισόκοιλος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (Text replacement - "κοῑλο" to "κοῖλο")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόκοιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σε όλα τα [[σημεία]] την [[ίδια]] [[κοιλότητα]] («[[ἰσόκοιλος]] [[αὐλός]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κοῖλος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεσό</i>-<i>κοιλος</i>, [[ορθό]]-<i>κοιλος</i>].
|mltxt=[[ἰσόκοιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σε όλα τα [[σημεία]] την [[ίδια]] [[κοιλότητα]] («[[ἰσόκοιλος]] [[αὐλός]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κοῖλος</i>), [[πρβλ]]. <i>μεσό</i>-<i>κοιλος</i>, [[ορθό]]-<i>κοιλος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσόκοιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει σε όλα τα σημεία την ίδια κοιλότηταἰσόκοιλος αὐλός», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κοιλος (< κοῖλος), πρβλ. μεσό-κοιλος, ορθό-κοιλος].