ενιαυσιαίος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> [[ενιαύσιος]], [[ετήσιος]], που γίνεται [[κάθε]] χρόνο ( | |mltxt=ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> [[ενιαύσιος]], [[ετήσιος]], που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐνιαυσιαῖον [[ζῴδιον]]», «ἐνιαυσιαῖος [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῖον Λάιον», <b>Απολλόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσιαίως</i><br />ενιαυσίως, ετησίως, κατ' [[έτος]]. | ||
}} | }} |