λαθραίος: Difference between revisions
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α λαθραῖος, -ον, θηλ. και -α)<br />αυτός που γίνεται [[μυστικά]], [[κρυφά]], που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ἄλλων (α. «[[λαθραίος]] [[έρωτας]]» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῖον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) <i>το λαθραίο</i><br />στριφτό, χειροποίητο [[τσιγάρο]] με αδασμολόγητο καπνό<br />β) τα [[λαθραία]]<br />τα εμπορεύματα που δεν δηλώθηκαν στο [[τελωνείο]] και δεν υποβλήθηκαν στον νόμιμο δασμό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> η [[λαθραία]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[οροβαγχίδες]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λαθραίως]] και [[λαθραία]] (Α [[λαθραίως]])<br />[[κρυφά]], [[μυστικά]], [[λάθρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εν αγνοίᾳ κάποιου («[[λαθραίως]] τῆς μητρός», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> αθέλητα, ακούσια («οὖρα... προϊόντα [[λαθραίως]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[χωρίς]] προφανή [[αιτία]] («[[λαθραίως]] τελευτῶσι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάθρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>. Ως επιστημον. όρος της βοτανικής [[είναι]] αντιδάνεια λ., | |mltxt=-α, -ο (Α λαθραῖος, -ον, θηλ. και -α)<br />αυτός που γίνεται [[μυστικά]], [[κρυφά]], που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ἄλλων (α. «[[λαθραίος]] [[έρωτας]]» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῖον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) <i>το λαθραίο</i><br />στριφτό, χειροποίητο [[τσιγάρο]] με αδασμολόγητο καπνό<br />β) τα [[λαθραία]]<br />τα εμπορεύματα που δεν δηλώθηκαν στο [[τελωνείο]] και δεν υποβλήθηκαν στον νόμιμο δασμό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> η [[λαθραία]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[οροβαγχίδες]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λαθραίως]] και [[λαθραία]] (Α [[λαθραίως]])<br />[[κρυφά]], [[μυστικά]], [[λάθρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εν αγνοίᾳ κάποιου («[[λαθραίως]] τῆς μητρός», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> αθέλητα, ακούσια («οὖρα... προϊόντα [[λαθραίως]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[χωρίς]] προφανή [[αιτία]] («[[λαθραίως]] τελευτῶσι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάθρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>. Ως επιστημον. όρος της βοτανικής [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lathraea</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαθραία]], θηλ. του [[λαθραίος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:19, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λαθραῖος, -ον, θηλ. και -α)
αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, που διαφεύγει την προσοχή τών ἄλλων (α. «λαθραίος έρωτας» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῖον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) το λαθραίο
στριφτό, χειροποίητο τσιγάρο με αδασμολόγητο καπνό
β) τα λαθραία
τα εμπορεύματα που δεν δηλώθηκαν στο τελωνείο και δεν υποβλήθηκαν στον νόμιμο δασμό
2. το θηλ. ως ουσ. βοτ. η λαθραία
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας οροβαγχίδες.
επίρρ...
λαθραίως και λαθραία (Α λαθραίως)
κρυφά, μυστικά, λάθρα
αρχ.
1. εν αγνοίᾳ κάποιου («λαθραίως τῆς μητρός», Αλκίφρ.)
2. αθέλητα, ακούσια («οὖρα... προϊόντα λαθραίως», Ιπποκρ.)
3. χωρίς προφανή αιτία («λαθραίως τελευτῶσι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + -ιος. Ως επιστημον. όρος της βοτανικής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lathraea < λαθραία, θηλ. του λαθραίος].