καμηλικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "of or [[for a " to "of or for a [[")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kamilikos
|Transliteration C=kamilikos
|Beta Code=kamhliko/s
|Beta Code=kamhliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for a [[camel]], γόμοι <span class="title">OGI</span> 629.16 (Palmyra, ii A.D.); [[transportable by camels]] (cf. [[ὀνικός]]), λίθοι <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>498.8</span> (ii A. D.).</span>
|Definition=ή, όν, of or for a [[camel]], γόμοι <span class="title">OGI</span> 629.16 (Palmyra, ii A.D.); [[transportable by camels]] (cf. [[ὀνικός]]), λίθοι <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>498.8</span> (ii A. D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμηλικός]], -ή, -όν (Α) [[κάμηλος]]<br />(<b>επιγρ.</b> και πάπ.)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε [[καμήλα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τόσο [[βάρος]] όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια [[καμήλα]].
|mltxt=[[καμηλικός]], -ή, -όν (Α) [[κάμηλος]]<br />(<b>επιγρ.</b> και πάπ.)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε [[καμήλα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τόσο [[βάρος]] όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια [[καμήλα]].
}}
}}

Revision as of 00:35, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλικός Medium diacritics: καμηλικός Low diacritics: καμηλικός Capitals: ΚΑΜΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kamēlikós Transliteration B: kamēlikos Transliteration C: kamilikos Beta Code: kamhliko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for a camel, γόμοι OGI 629.16 (Palmyra, ii A.D.); transportable by camels (cf. ὀνικός), λίθοι POxy.498.8 (ii A. D.).

Greek Monolingual

καμηλικός, -ή, -όν (Α) κάμηλος
(επιγρ. και πάπ.)
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καμήλα
2. αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια καμήλα.