κληρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klirotikos | |Transliteration C=klirotikos | ||
|Beta Code=klhrwtiko/s | |Beta Code=klhrwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[ | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[cast]]ing [[lot]]s, <b class="b3">τὸ κληρωτικόν</b> (sc. [[ἀγγεῖον]]) <span class="bibl">Ath.10.450b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:57, 5 April 2021
English (LSJ)
ή, όν, A of or for casting lots, τὸ κληρωτικόν (sc. ἀγγεῖον) Ath.10.450b.
German (Pape)
[Seite 1452] zum Loosen, Wählen durchs Loos gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κληρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. ἀγγεῖον). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23.
Greek Monolingual
κληρωτικός, -ή, -όν (AM) κληρώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῑον)
η κληρωτίδα.
επίρρ...
κληρωτικῶς (Μ)
με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση.