πηρίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πηρῐ́διον | ||
|Medium diacritics=πηρίδιον | |Medium diacritics=πηρίδιον | ||
|Low diacritics=πηρίδιον | |Low diacritics=πηρίδιον |
Revision as of 09:35, 7 April 2021
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of πήρα, Ar.Nu.923 (anap.), Fr.486; A π. γνωρισμάτων Men.Epit.114, cf. Ant.Diog.6, Hld.10.9, Porph.Abst. 2.15.
German (Pape)
[Seite 611] τό, dim. vom Vorigen, Ar. Nub. 921.
Greek (Liddell-Scott)
πηρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ πήρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 923, Ἀποσπ. 410.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πήρα.
Greek Monolingual
τὸ, Α πήρα
μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.).
Greek Monotonic
πηρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πηρίδιον: (ῐδ) τό сумочка Arph.
Middle Liddell
πηρῐ́διον, ου, τό, [Dim. of πήρα, Ar.]