εἰσοδεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "]]r" to "]] r")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[entrar]], [[introducirse]]ref. una ciudadela o un recinto sagrado οὐδὲ εἰσοδεύειν εἴων οὐδένα Aristeas 102, en un santuario διὰ τῆς χειρίστης βίας ἀτακτότερον εἰσοδεύοντες <i>IFayoum</i> 112.14 (I a.C.), cf. 2<i>Apoc</i>.23, en el cuerpo ἀργαλέον [[ἆσθμα]] τὸ ... μὴ κατὰ φύσιν εἰσοδεῦον Eust.1048.44, c. compl. de lugar εἰς ἃς (ἀρούρας) εἰσοδεύσει καὶ ἐξοδεύσει διὰ τῆς ἐκ λιβὸς ... θύρας <i>PMich</i>.788.13, cf. <i>PRyl</i>.162.25 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">2</b> econ. [[ingresar]], [[pagar]] οὐκ ὁλίον εἰσώδευσαν <i>ICos</i> ED 192.30 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τὸ εἰσοδευόμενον ἡ μῖν κέρδος <i>PMasp</i>.156.15, cf. 158.18 (ambos VI d.C.).
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[entrar]], [[introducirse]] ref. una ciudadela o un recinto sagrado οὐδὲ εἰσοδεύειν εἴων οὐδένα Aristeas 102, en un santuario διὰ τῆς χειρίστης βίας ἀτακτότερον εἰσοδεύοντες <i>IFayoum</i> 112.14 (I a.C.), cf. 2<i>Apoc</i>.23, en el cuerpo ἀργαλέον [[ἆσθμα]] τὸ ... μὴ κατὰ φύσιν εἰσοδεῦον Eust.1048.44, c. compl. de lugar εἰς ἃς (ἀρούρας) εἰσοδεύσει καὶ ἐξοδεύσει διὰ τῆς ἐκ λιβὸς ... θύρας <i>PMich</i>.788.13, cf. <i>PRyl</i>.162.25 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">2</b> econ. [[ingresar]], [[pagar]] οὐκ ὁλίον εἰσώδευσαν <i>ICos</i> ED 192.30 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τὸ εἰσοδευόμενον ἡ μῖν κέρδος <i>PMasp</i>.156.15, cf. 158.18 (ambos VI d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσοδεύω]])<br />[[εισπράττω]] ως [[εισόδημα]], [[σοδιάζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για λειτουργό) [[τελώ]] την είσοδο<br /><b>αρχ.</b><br />[[εισέρχομαι]].
|mltxt=(AM [[εἰσοδεύω]])<br />[[εισπράττω]] ως [[εισόδημα]], [[σοδιάζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για λειτουργό) [[τελώ]] την είσοδο<br /><b>αρχ.</b><br />[[εισέρχομαι]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 7 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσοδεύω Medium diacritics: εἰσοδεύω Low diacritics: εισοδεύω Capitals: ΕΙΣΟΔΕΥΩ
Transliteration A: eisodeúō Transliteration B: eisodeuō Transliteration C: eisodeyo Beta Code: ei)sodeu/w

English (LSJ)

A = εἴσειμι, εἰ. καὶ ἐξοδεύειν PRyl.162.25 (ii A.D.), cf. Sammelb.6152.14.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσοδεύω: εἰσέρχομαι, Ἀνδρ. Κρήτης 1004Α, ἐν δὲ τῇ λειτουργικῇ, τελῶ τὴν εἴσοδον, εἰσοδεύει μετὰ τοῦ Πατριάρχου Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 192, 19, κ. ἀλλ. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. κη΄.

Spanish (DGE)

1 entrar, introducirse ref. una ciudadela o un recinto sagrado οὐδὲ εἰσοδεύειν εἴων οὐδένα Aristeas 102, en un santuario διὰ τῆς χειρίστης βίας ἀτακτότερον εἰσοδεύοντες IFayoum 112.14 (I a.C.), cf. 2Apoc.23, en el cuerpo ἀργαλέον ἆσθμα τὸ ... μὴ κατὰ φύσιν εἰσοδεῦον Eust.1048.44, c. compl. de lugar εἰς ἃς (ἀρούρας) εἰσοδεύσει καὶ ἐξοδεύσει διὰ τῆς ἐκ λιβὸς ... θύρας PMich.788.13, cf. PRyl.162.25 (ambos II d.C.).
2 econ. ingresar, pagar οὐκ ὁλίον εἰσώδευσαν ICos ED 192.30 (I a.C.)
en v. pas. τὸ εἰσοδευόμενον ἡ μῖν κέρδος PMasp.156.15, cf. 158.18 (ambos VI d.C.).

Greek Monolingual

(AM εἰσοδεύω)
εισπράττω ως εισόδημα, σοδιάζω
μσν.- νεοελλ.
(για λειτουργό) τελώ την είσοδο
αρχ.
εισέρχομαι.