ἐσπευσμένως: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐσπευσμένως:''' ревностно, усердно (ποιεῖν τι Sext.). | |elrutext='''ἐσπευσμένως:''' [[ревностно]], [[усердно]] (ποιεῖν τι Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 20 August 2022
English (LSJ)
Adv., (σπεύδω) A with eager haste, D.H.Dem.54, J.AJ 5.6.3, Arr.Epict.1.20.12.
German (Pape)
[Seite 1043] (σπεύδω), beeilt, schnell, hastig, im Ggstz von ἀναβεβλημένως, D. Hal. de vi Dem. 54; Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσπευσμένως: Ἐπίρρ. (σπεύδω), μετὰ σπουδῆς, ταχέως, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐσπευσμένως) επίρρ. εν τάχει, γρήγορα, βιαστικά
νεοελλ.
επιπόλαια, αμελέτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσπευσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του σπεύδω.