συνοδοιπόρος: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synodoiporos
|Transliteration C=synodoiporos
|Beta Code=sunodoi/poros
|Beta Code=sunodoi/poros
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fellow-traveller]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.2.12</span>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMort.</span>27.7</span>, prob. in <span class="title">Supp.Epigr.</span>3.781 (Crete); as [[epithet]] of [[Ὑγίεια]], <span class="title">SIG</span>1147 (Lebena, ii/iii A.D.).</span>
|Definition=(parox.), ὁ, [[fellow-traveller]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.2.12</span>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMort.</span>27.7</span>, prob. in <span class="title">Supp.Epigr.</span>3.781 (Crete); as [[epithet]] of [[Ὑγίεια]], <span class="title">SIG</span>1147 (Lebena, ii/iii A.D.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδοιπόρος Medium diacritics: συνοδοιπόρος Low diacritics: συνοδοιπόρος Capitals: ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: synodoipóros Transliteration B: synodoiporos Transliteration C: synodoiporos Beta Code: sunodoi/poros

English (LSJ)

(parox.), ὁ, fellow-traveller, X.Mem.2.2.12, Luc. DMort.27.7, prob. in Supp.Epigr.3.781 (Crete); as epithet of Ὑγίεια, SIG1147 (Lebena, ii/iii A.D.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon ou compagne de voyage.
Étymologie: σύν, ὁδοιπόρος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ.
β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με κάποιον, που ουσιαστικά συμφωνεί με κάποιον σε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁδοιπόρος.

Greek Monotonic

συνοδοιπόρος: ὁ, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος, σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνοδοιπόρος: ὁ и ἡ спутник или попутчик Xen., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοδοιπόρος -ον [σύν, ὁδοιπόρος] medereizend, reisgenoot.