βασανίτης: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
[[File:Basanite&Dunite bomb.JPG|thumb|Volcanic bomb of black basanite enclosing a xenolith of green dunite from Réunion|alt=Volcanic bomb of black basanite enclosing a xenolith of green dunite from Réunion]] | [[File:Basanite&Dunite bomb.JPG|thumb|Volcanic bomb of black basanite enclosing a xenolith of green dunite from Réunion|alt=Volcanic bomb of black basanite enclosing a xenolith of green dunite from Réunion]] | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[βασανίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ηφαιστειακό εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η λυδία [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάσανος]]. Το λατ. <i>basanites</i> αποτελεί δάνεια λ. από την Ελληνική, ενώ μέσω του λατ. το ελλ. [[βασανίτης]] εισάχθηκε και στη νεώτερη επιστημονική [[ορολογία]]<br / | |mltxt=ο (Α [[βασανίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ηφαιστειακό εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η λυδία [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάσανος]]. Το λατ. <i>basanites</i> αποτελεί δάνεια λ. από την Ελληνική, ενώ μέσω του λατ. το ελλ. [[βασανίτης]] εισάχθηκε και στη νεώτερη επιστημονική [[ορολογία]]<br />[[πρβλ]]. αγγ. <i>basanite</i> ([[οπότε]] το νεώτερο [[βασανίτης]] «ηφαιστειακό εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]» αποτελεί αντιδάνειο της Ελληνικής)]. | ||
}} | }} | ||
==Wikipedia EN== | ==Wikipedia EN== |
Revision as of 08:24, 23 August 2021
English (LSJ)
βασανίτης λίθος = βάσανος (touchstone, basanite), Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): fem. βασανῖτις Isid.Pel.Ep.M.78.1493C
basanita βασανίτης (λίθος) piedra de toque Plin.HN 36.58, 147, Isid.Pel.l.c., Hsch., PLeid.X.68, Isid.Etym.16.4.36, 5.6.
Greek Monolingual
ο (Α βασανίτης)
νεοελλ.
ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα
αρχ.
η λυδία λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσανος. Το λατ. basanites αποτελεί δάνεια λ. από την Ελληνική, ενώ μέσω του λατ. το ελλ. βασανίτης εισάχθηκε και στη νεώτερη επιστημονική ορολογία
πρβλ. αγγ. basanite (οπότε το νεώτερο βασανίτης «ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα» αποτελεί αντιδάνειο της Ελληνικής)].
Wikipedia EN
Basanite is an igneous, volcanic (extrusive) rock with aphanitic to porphyritic texture. It is composed mostly of feldspathoids, pyroxenes, olivine, and plagioclase and forms from magma low in silica and enriched in alkali metal oxides that solidifies rapidly close to the Earth's surface.
Translations
ca: basanita; cs: bazanit; de: Basanit; en: basanite; eo: bazanito; es: basanita; et: basaniit; fr: basanite; id: basanit; it: basanite; lv: basanīts; nl: basaniet; nn: basanitt; no: lydisk stein; pl: bazanit; pt: basanito; ru: базанит; sk: bazanit; sr: базанит; uk: базаніт; vi: basanit