βούτη: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[βούτα]] και βούτσα, η (Μ [[βούττη]] και βοῡττις)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] [[κάδος]] για διάφορες χρήσεις, [[φύλαξη]] τυριού, [[μεταφορά]] σταφίδας κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[σκάφη]]<br /><b>3.</b> [[δοχείο]] απορριμμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία ([[πρβλ]]. [[αμίς]], [[βυτίνη]] <b>κ.ά.</b>) Το λατ. <i>buttis</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=και [[βούτα]] και βούτσα, η (Μ [[βούττη]] και βοῦττις)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] [[κάδος]] για διάφορες χρήσεις, [[φύλαξη]] τυριού, [[μεταφορά]] σταφίδας κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[σκάφη]]<br /><b>3.</b> [[δοχείο]] απορριμμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία ([[πρβλ]]. [[αμίς]], [[βυτίνη]] <b>κ.ά.</b>) Το λατ. <i>buttis</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

και βούτα και βούτσα, η (Μ βούττη και βοῦττις)
1. ξύλινος κάδος για διάφορες χρήσεις, φύλαξη τυριού, μεταφορά σταφίδας κ.λπ.
2. σκάφη
3. δοχείο απορριμμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία (πρβλ. αμίς, βυτίνη κ.ά.) Το λατ. buttis είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική].