ερμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἑρμογλύφος]], Α και [[ἑρμογλυφεύς]])<br />[[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλύπτης]] ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ερμής]] <span style="color: red;">+</span> [[γλυφός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]])<br />[[πρβλ]]. [[λιθο]]-<i>γλύφος</i>, <i>ξυλο</i>-<i>γλύφος</i>].
|mltxt=ο (AM [[ἑρμογλύφος]], Α και [[ἑρμογλυφεύς]])<br />[[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλύπτης]] ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ερμής]] <span style="color: red;">+</span> [[γλυφός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]])<br />[[πρβλ]]. [[λιθογλύφος]], [[ξυλογλύφος]]).
}}
}}

Revision as of 12:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθογλύφος, ξυλογλύφος).