ετεροειδής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετική [[μορφή]], ο [[ανομοιόμορφος]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>βοτ.</b> λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο [[άτομο]], παρουσιάζουν διάφορες μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετική [[μορφή]], ο [[ανομοιόμορφος]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>βοτ.</b> λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο [[άτομο]], παρουσιάζουν διάφορες μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[δυσειδής]], [[ευειδής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:34, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτεροειδής, -ές)
1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος
2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος
(νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. δυσειδής, ευειδής].