ευγήρως: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐγήρως]], πληθ. εὔγηροι, -ων, εὔγηρα) (Α)<br />αυτός που περνάει καλά [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γηρως</i> (-<i>ος</i>) (<span style="color: red;"><</span> [[γήρας]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[γήρως]].
|mltxt=[[εὐγήρως]], πληθ. εὔγηροι, -ων, εὔγηρα) (Α)<br />αυτός που περνάει καλά [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γηρως</i> (-<i>ος</i>) (<span style="color: red;"><</span> [[γήρας]]), [[αγήρως]].
}}
}}

Revision as of 09:30, 25 August 2021

Greek Monolingual

εὐγήρως, πληθ. εὔγηροι, -ων, εὔγηρα) (Α)
αυτός που περνάει καλά γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γηρως (-ος) (< γήρας), αγήρως.