εχθόσδικος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχθόσδικος]], ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐχθόσδικος]] δίκα» — [[δίκη]] [[εναντίον]] ξένου, αλλοδαπού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εχθός]] «[[εκτός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>δικος</i>, <i>φυγό</i>-<i>δικος</i>].
|mltxt=[[ἐχθόσδικος]], ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐχθόσδικος]] δίκα» — [[δίκη]] [[εναντίον]] ξένου, αλλοδαπού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εχθός]] «[[εκτός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), [[πρβλ]]. [[ένδικος]], [[φυγόδικος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐχθόσδικος, ἡ (Α)
επιγρ. φρ. «ἐχθόσδικος δίκα» — δίκη εναντίον ξένου, αλλοδαπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + -δικος (< δίκη), πρβλ. ένδικος, φυγόδικος].