ηλοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλοκόπος]], ὁ (Α), [[σιδηρουργός]] που κατασκευάζει καρφιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] «[[κοπή]]»), [[πρβλ]]. <i>αργυρο</i>-[[κόπος]], <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
|mltxt=[[ἡλοκόπος]], ὁ (Α), [[σιδηρουργός]] που κατασκευάζει καρφιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] «[[κοπή]]»), [[πρβλ]]. [[αργυροκόπος]], [[ξυλοκόπος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυροκόπος, ξυλοκόπος.