ηδύχρους: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλυκό]], ευχάριστο [[χρώμα]] («ἡδύχροα πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />το ηδύπνουν, [[αρνί]] που τρέφεται [[ακόμη]] με το μητρικό [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηδύχρουν</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας τών χρυσιδιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />[[είδος]] μυρωδικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλυκό]], ευχάριστο [[χρώμα]] («ἡδύχροα πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />το ηδύπνουν, [[αρνί]] που τρέφεται [[ακόμη]] με το μητρικό [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηδύχρουν</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας τών χρυσιδιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />[[είδος]] μυρωδικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[άχρους]], [[μελανόχρους]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)
1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα»)
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν
το ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουν
γένος εντόμων της οικογένειας τών χρυσιδιδών
αρχ.
1. συνεκδ. εύοσμος
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν
είδος μυρωδικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χρους (< -χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. άχρους, μελανόχρους].