ηλιόμετρο: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
mNo edit summary
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
 
Line 2: Line 2:
|mltxt=το<br /><b>αστρον.</b> όργανο για [[καταμέτρηση]] της φαινομένης διαμέτρου του ήλιου ή και άλλων ουράνιων σωμάτων και για την [[εύρεση]] της φαινομένης απόστασης δύο αστέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>heliometre</i> <span style="color: red;"><</span> <i>helio</i>- ([[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>metre</i> ([[πρβλ]]. [[μέτρο]]). Η λ. στον λόγιο τ. <i>ηλιόμε</i>-<i>τρον</i> μαρτυρείται από το 1809 στο <i>Λεξικόν της γαλλικής γλώσσης</i> του Γρηγ. Γ. Ζαλίκογλου].
|mltxt=το<br /><b>αστρον.</b> όργανο για [[καταμέτρηση]] της φαινομένης διαμέτρου του ήλιου ή και άλλων ουράνιων σωμάτων και για την [[εύρεση]] της φαινομένης απόστασης δύο αστέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>heliometre</i> <span style="color: red;"><</span> <i>helio</i>- ([[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>metre</i> ([[πρβλ]]. [[μέτρο]]). Η λ. στον λόγιο τ. <i>ηλιόμε</i>-<i>τρον</i> μαρτυρείται από το 1809 στο <i>Λεξικόν της γαλλικής γλώσσης</i> του Γρηγ. Γ. Ζαλίκογλου].
}}
}}
==Translations==
{{trml
ca: heliòmetre; de: Heliometer; en: heliometer; es: heliómetro; fr: héliomètre; hy: հելիոմետր; io: heliometro; it: eliometro; ko: 태양의; ky: гелиометр; lb: heliometer; no: heliometer; pl: heliometr; pt: heliômetro; ru: гелиометр; sk: heliometer; sl: heliometer; uk: геліометр; uz: geliometr; zh: 量日儀
|trtx=ca: heliòmetre; de: Heliometer; en: heliometer; es: heliómetro; fr: héliomètre; hy: հելիոմետր; io: heliometro; it: eliometro; ko: 태양의; ky: гелиометр; lb: heliometer; no: heliometer; pl: heliometr; pt: heliômetro; ru: гелиометр; sk: heliometer; sl: heliometer; uk: геліометр; uz: geliometr; zh: 量日儀
}}

Latest revision as of 16:24, 10 September 2022

Greek Monolingual

το
αστρον. όργανο για καταμέτρηση της φαινομένης διαμέτρου του ήλιου ή και άλλων ουράνιων σωμάτων και για την εύρεση της φαινομένης απόστασης δύο αστέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. heliometre < helio- (πρβλ. ηλιο-) + metre (πρβλ. μέτρο). Η λ. στον λόγιο τ. ηλιόμε-τρον μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν της γαλλικής γλώσσης του Γρηγ. Γ. Ζαλίκογλου].

Translations

ca: heliòmetre; de: Heliometer; en: heliometer; es: heliómetro; fr: héliomètre; hy: հելիոմետր; io: heliometro; it: eliometro; ko: 태양의; ky: гелиометр; lb: heliometer; no: heliometer; pl: heliometr; pt: heliômetro; ru: гелиометр; sk: heliometer; sl: heliometer; uk: геліометр; uz: geliometr; zh: 量日儀