ιεραπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱεραπόλος]] και ἱερηπόλος, ὁ (Α)<br />[[ανώτατος]] [[ιερέας]] σε ορισμένες ελληνικές πόλεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] «ο ασχολούμενος, αυτός που φροντίζει για...»<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] ([[πρβλ]]. <i>αι</i>-[[πόλος]], <i>θεη</i>-[[πόλος]]). Ο τ. [[αντί]] <i>ιεροπόλος</i> με -<i>ᾱ</i>- και -<i>η</i>-[[προς]] [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχέων].
|mltxt=[[ἱεραπόλος]] και ἱερηπόλος, ὁ (Α)<br />[[ανώτατος]] [[ιερέας]] σε ορισμένες ελληνικές πόλεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] «ο ασχολούμενος, αυτός που φροντίζει για...»<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] ([[πρβλ]]. [[αιπόλος]], [[θεηπόλος]]). Ο τ. [[αντί]] <i>ιεροπόλος</i> με -<i>ᾱ</i>- και -<i>η</i>-[[προς]] [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχέων].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἱεραπόλος και ἱερηπόλος, ὁ (Α)
ανώτατος ιερέας σε ορισμένες ελληνικές πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -πόλος «ο ασχολούμενος, αυτός που φροντίζει για...»< πέλω / πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, θεηπόλος). Ο τ. αντί ιεροπόλος με -- και -η-προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχέων].