θυρίδιο: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[θυρίδιον]])<br />μικρή [[θύρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> μικρή τετράγωνη [[δίοδος]] διά μέσου τών καθεκτών, η [[τρύπα]] του κουθουσιού<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πύλη]] του αγίου βήματος<br /><b>2.</b> [[είσοδος]], [[έμπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. <i>μαχαιρ</i>-[[ίδιον]], <i>χοιρ</i>-[[ίδιον]])].
|mltxt=το (Μ [[θυρίδιον]])<br />μικρή [[θύρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> μικρή τετράγωνη [[δίοδος]] διά μέσου τών καθεκτών, η [[τρύπα]] του κουθουσιού<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πύλη]] του αγίου βήματος<br /><b>2.</b> [[είσοδος]], [[έμπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. [[μαχαιρίδιον]], [[χοιρίδιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:31, 24 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ θυρίδιον)
μικρή θύρα
νεοελλ.
ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα του κουθουσιού
μσν.
1. η πύλη του αγίου βήματος
2. είσοδος, έμπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρίδιον, χοιρίδιον)].