ιππημολγός: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππημολγός]], ὁ (Α)<br />(για σκυθική ή ταταρική [[φυλή]]) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το [[γάλα]] φοράδας για [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ημολγός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμέλγω]] «[[αρμέγω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἱππημολγός]], ὁ (Α)<br />(για σκυθική ή ταταρική [[φυλή]]) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το [[γάλα]] φοράδας για [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ημολγός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμέλγω]] «[[αρμέγω]]»), [[πρβλ]]. [[βουμολγός]], [[Κυναμολγός]]. Το -<i>η</i>- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:31, 24 August 2021
Greek Monolingual
ἱππημολγός, ὁ (Α)
(για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βουμολγός, Κυναμολγός. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].