ισήλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[ίσος]] [[κατά]] την [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνομήλικος]] («δαίμονος μεγάλου... [[ἰσήλικος]] τοῖς ἀειγενέσι θεοῑς», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]] ([[πρβλ]]. <i>ομ</i>-<i>ῆλιξ</i>)].
|mltxt=ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[ίσος]] [[κατά]] την [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνομήλικος]] («δαίμονος μεγάλου... [[ἰσήλικος]] τοῖς ἀειγενέσι θεοῖς», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]] ([[πρβλ]]. <i>ομ</i>-<i>ῆλιξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
ίσος κατά την ηλικία με κάποιον άλλο, συνομήλικος («δαίμονος μεγάλου... ἰσήλικος τοῖς ἀειγενέσι θεοῖς», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος (πρβλ. ομ-ῆλιξ)].