ισόγαιος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσόγαιος]], -ον, Α αττ. τ. [[ἰσόγεως]], -ων και <b>επιγρ.</b> ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[επιφάνεια]] με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους [[οἶδα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ο αττ. τ.) [[ἰσόγεως]]<br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], [[ισόγειος]], [[ισόπεδος]] («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γαῖα</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰσόγαιος]], -ον, Α αττ. τ. [[ἰσόγεως]], -ων και <b>επιγρ.</b> ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[επιφάνεια]] με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους [[οἶδα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ο αττ. τ.) [[ἰσόγεως]]<br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], [[ισόγειος]], [[ισόπεδος]] («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γαῖα</i>), [[πρβλ]]. [[μεσόγαιος]], [[φιλόγαιος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰσόγαιος, -ον, Α αττ. τ. ἰσόγεως, -ων και επιγρ. ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους οἶδα», Πλούτ.)
2. (ο αττ. τ.) ἰσόγεως
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, ισόγειος, ισόπεδος («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. μεσόγαιος, φιλόγαιος].